- αἰπόλῳ
- αἴπολοςgoatherdmasc dat sgαἰπόλοςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιπολώ — αἰπολῶ ( έω) (Α) [αἰπόλος] βόσκω αίγες, είμαι γιδοβοσκός … Dictionary of Greek
αἰπολῶ — αἰπολέω tend goats pres subj act 1st sg (attic epic doric) αἰπολέω tend goats pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιπόλος — αἰπόλος, ο (Α) 1. αιγοβοσκός, γιδοβοσκός 2. στον Ησύχιο «αἰπόλος κάπηλος» η σημ. «κάπηλος» είτε αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία τού ομηρ. χωρίου ρ 247 (Leumann) είτε, το πιθανότερο (Latte), αποτελεί παρανάγνωση τού ἀί πολος (= ἀεί πολος) που θα… … Dictionary of Greek